- τριβασικός
- -ή, -ό, Νφρ. «τριβασικό οξύ»χημ. οξύ που έχει τρία υδρογονοϊόντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tribasic (< λατ. tria «τρεις» + βασικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.